κλεψιά — η κλοπή: Η κλεψιά είναι κακή πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού … Dictionary of Greek
ζούλα — η 1. κατσίκα, προβατίνα 2. κλοπή, κλεψιά, υπεξαίρεση («έχει τρελάνει το αφεντικό του στη ζούλα») 3. μυστικότητα 4. κρυψώνας, κρύπτη 5. φρ. «στη ζούλα» μυστικά, κρυφά, κλεφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη δεύτερη σημασία, υποχωρητικό παράγ. τού ρ. ζουλώ*] … Dictionary of Greek
κλέμμα — κλέμμα, τὸ (AM) [κλέπτω] αυτό που έχει κλαπεί, το κλεμμένο, το κλοπιμαίο («κλέμματα πλειόνων ἤ διακοσίων δραχμῶν», Στράβ.) αρχ. 1. κλοπή, κλεψιά («τὸ δὲ κλέμμ ἐμόν», Αριστοφ.) 2. στρατήγημα σε πόλεμο («τὰ κλέμματα ταῦτα καλλίστην δόξαν ἔχει»,… … Dictionary of Greek
κλέπος — κλέπος, τὸ (Α) [κλέπτω] το κλοπιμαίο, το κλεψιμιό, η κλεψιά … Dictionary of Greek
κλέψιμο — το (Μ κλέψιμο) η ενέργεια τού κλέβω, η κλοπή, η κλεψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. κλεψ (κλέπτω) + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο, τρέξ ιμο)] … Dictionary of Greek
κλεπτουργία — κλεπτουργία, ἡ (Μ) [κλεπτουργής] κλοπή, κλεψιά … Dictionary of Greek
κλεψίμι — το το πράγμα που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίο, κλεψιμαίικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κλεψιμαῖος (πρβλ. αγρίμι < αγριμαίος)] … Dictionary of Greek
κλεψιμαίος — α, ο και κλεψιμιός, ά, ό (AM κλεψιμαίος, αία, ον, Μ και κλεψίμιος, ία, ον και κλεψιμίος, α, ον) αυτός που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίος, κλεψιμαίικος νεοελλ. μσν. 1. κρυφός, απαγορευμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το κλεψιμαίο και κλεψιμιό και… … Dictionary of Greek
κλεψοσύνη — κλεψοσύνη, ἡ (Μ) κλοπή, κλεψιά, κλέψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) κατά το κλεπτ οσύνη] … Dictionary of Greek