κλεψιά

κλεψιά
και κλεψά και κλεψία, η (AM κλεψία, Μ και κλεψιά)
κλέψιμο κλοπή (α. «τόν έχει ταράξει στην κλεψιά» β. «σ' άλλους τόπους εννοώ κλεψίες, φόνους, κι όχι εδώ», Σολωμ.)
νεοελλ.
κρυφή απόλαυση
νεοελλ.-μσν.
1. κερδοσκοπία, υπερβολικό κέρδος, αισχροκέρδεια
2. λεηλασία
3. δόλος, απάτη
μσν.
1. υπερβολική σπατάλη
2. το κλοπιμαίο
3. (για πρόσ.) απαγωγή
4. κατάχρηση τής εμπιστοσύνης κάποιου
5. αιφνιδιαστική επίθεση, αιφνιδιασμός τού εχθρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. -κλεψ-α τού κλέπτω + κατάλ. -ιά, πρβλ. γλειψ-ιά, χαψ-ιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλεψιά — η κλοπή:  Η κλεψιά είναι κακή πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού …   Dictionary of Greek

  • ζούλα — η 1. κατσίκα, προβατίνα 2. κλοπή, κλεψιά, υπεξαίρεση («έχει τρελάνει το αφεντικό του στη ζούλα») 3. μυστικότητα 4. κρυψώνας, κρύπτη 5. φρ. «στη ζούλα» μυστικά, κρυφά, κλεφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη δεύτερη σημασία, υποχωρητικό παράγ. τού ρ. ζουλώ*] …   Dictionary of Greek

  • κλέμμα — κλέμμα, τὸ (AM) [κλέπτω] αυτό που έχει κλαπεί, το κλεμμένο, το κλοπιμαίο («κλέμματα πλειόνων ἤ διακοσίων δραχμῶν», Στράβ.) αρχ. 1. κλοπή, κλεψιά («τὸ δὲ κλέμμ ἐμόν», Αριστοφ.) 2. στρατήγημα σε πόλεμο («τὰ κλέμματα ταῦτα καλλίστην δόξαν ἔχει»,… …   Dictionary of Greek

  • κλέπος — κλέπος, τὸ (Α) [κλέπτω] το κλοπιμαίο, το κλεψιμιό, η κλεψιά …   Dictionary of Greek

  • κλέψιμο — το (Μ κλέψιμο) η ενέργεια τού κλέβω, η κλοπή, η κλεψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. κλεψ (κλέπτω) + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο, τρέξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • κλεπτουργία — κλεπτουργία, ἡ (Μ) [κλεπτουργής] κλοπή, κλεψιά …   Dictionary of Greek

  • κλεψίμι — το το πράγμα που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίο, κλεψιμαίικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κλεψιμαῖος (πρβλ. αγρίμι < αγριμαίος)] …   Dictionary of Greek

  • κλεψιμαίος — α, ο και κλεψιμιός, ά, ό (AM κλεψιμαίος, αία, ον, Μ και κλεψίμιος, ία, ον και κλεψιμίος, α, ον) αυτός που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίος, κλεψιμαίικος νεοελλ. μσν. 1. κρυφός, απαγορευμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το κλεψιμαίο και κλεψιμιό και… …   Dictionary of Greek

  • κλεψοσύνη — κλεψοσύνη, ἡ (Μ) κλοπή, κλεψιά, κλέψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) κατά το κλεπτ οσύνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”